Η Υπατία μας βάζει σε ένα δίλημμα που έχει σχέση με αυτούς που μένουν και με ατούς που φεύγουν ….
Μα δεν υπήρχε ένα τραγούδι; Πως θα γίνει να το θυμηθώ…
Απ’ τη ζωή μου πέρασες κι αλάργεψες και χάθης… άλλο είναι αυτό. Το έγραψα μια μέρα στον Σ1 (η αρίθμηση είναι το παν!) από τη νέα μου τηλεφ. σύνδεση για να δω αν θα με αναγνωρίσει. Σε λιγότερο από ένα λεπτό είχα απάντηση στην οθόνη μου : «Γεια σου μικρή μου!».
Το πιο γλυκό πράγμα που θυμάμαι από κείνον είναι ετούτη η προσφώνηση : Μικρή μου…και το πιο πικρό εκείνος ο βουβός φρικτός πόνος που μου ξέσκιζε τα σωθικά την ώρα που τον αποχαιρετούσα στο λιμάνι. Για πάντα. Θα γύριζε στο νησί των Ιπποτών και θα μ’ άφηνε εμένα στο νησί του Μίνωα να θρηνώ μονάχη. Βλέπετε νησιά και θάλασσες ήταν πάντα η διαφωνία με τους αγαπημένους μου. Πάντα νησιά και θάλασσες έμπαιναν στη μέση και μας χώριζαν. Ακόμα και σήμερα δα…Μα δε γίνεται να ξαναενωθούν τα νησιά του Αιγαίου όπως την εποχή της Αιγηίδας ή της Παγγαίας; Να πηγαίνεις στην ΠαροΝαξία π.χ. με τα πόδια ;
Αυτοί που μένουνε ή αυτοί που φεύγουνε;
Για να σας δω!
Εγώ νομίζω ότι προτιμώ τους μεν και όχι τους δε! Εσείς τι λέτε;
Αυτοί που μένουνε : Νομίζω είναι πιο σκληρό γι’ αυτούς, γιατί μένουνε με μια πληγή αγιάτρευτη. Γιατί τους άφησαν να θρηνούν σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο αναμνήσεις…σ’ ένα μαυσωλείο χαμένων στιγμών! Πως μπορώ να περνώ κάτω από το γραφείο σου χωρίς- τον πρώτο καιρό τουλάχιστον- να ακούω την καρδιά μου να σκούζει, να αλυχτά; Έτσι θα γράψω μια μέρα σε έναν άλλο αγαπημένο μου (εδώ χάθηκε η αρίθμηση…) και πάλι θάλασσα είχε μπει ανάμεσά μας. Θάλασσα ανθρωποχωρίστρα!
Αυτοί που μένουνε: Προσμένουν μια ζωή…τα μάτια τους είναι καρφωμένα στο πέλαγος, ασάλευτα μήπως δουν άσπρα πανιά…να ανοίξουν την πόρτα μια μέρα και να δουν ξάφνου μπροστά τους αυτό που λαχταράνε.
Αυτοί που μένουνε : Έχουν μαχαίρια στο στήθος που μπαινοβγαίνουνε ανάλογα με τον καιρό. Αυτοί που μένουμε. Δε θα συμφιλιωθώ ποτέ!
Συγνώμη! Ποια θα ήταν δηλ. η διαφορά αν αντί για χωρισμό με τον Σ1 είχαμε -Θεός φυλάξει- Θάνατο ; Καμία! Ο πόνος είμαι σίγουρη θα ήταν ακριβώς ο ίδιος βουβός, φρικτός κι απαράλλαχτος. Γιατί ο αποχωρισμός δύο ανθρώπων που αγαπιούνται και δε θα ξαναϊδωθούνε ποτέ ισοδυναμεί με Θάνατο. Ακόμη και η ελπίδα του μέλλοντος ότι ίσως κάπου κάποτε… λουφάζει μπροστά στον πόνο του εδώ και τώρα.
Αυτοί που φεύγουνε : Θέλει πολύ δύναμη να ανοίξεις εκείνη την πόρτα, ειδικά όταν δεν έχεις άλλη να διαβείς. Μα γρήγορα ξεχνιούνται…νέες συνάψεις γίνονται στον εγκέφαλό τους, προχωράνε…μα κάτι πάντα θα λείπει. Και πόσο θέλουν να κοιτάξουν πίσω! Είναι πολύ μεγάλη η έλξη του προς τα πίσω. Θυμήσου τον Ορφέα που δε βάσταξε και κοίταξε πίσω κι όλα χάθηκαν με μιας. Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω στους πεθαμένους. Μόνο μπροστά πρέπει να πηγαίνει κανείς. Ναι, αυτοί που φεύγουνε, αν δε λυγίσουν και κοιτάξουν πίσω, πάνε μπροστά.
Αυτοί που φεύγουνε βασανίζονται από τύψεις και αυτοί που μένουνε από ενοχές.
Αυτοί που φεύγουνε : Πως να πω το «Ως γνωστόν» στους μαθητές μου και να μην τον θυμηθώ; Ήταν ο μέντορας μου. Ως γνωστόν! Έτσι μας έλεγε όταν ήθελε να επικαλεστεί ένα πασίγνωστο θεώρημα. Κι επειδή το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι μαθηματικοί ανά τον κόσμο είναι περιορισμένο …έτσι λέω και εγώ «Ως γνωστόν» και κάθε φορά τον μνημονεύω κι ας κάπου ζει.
Αυτοί που μένουνε : Η γιαγιά μου μ’ έμαθε να θρηνώ. Είχε μια ιεροτελεστία θυμάμαι. Άναβε το τζάκι, μ’ έπαιρνε κοντά της, έλυνε το τσεμπέρι της κι άρχιζε το μοιρολόι. Έτσι προσχεδιασμένα για να ανακουφίσει τον πόνο της για το γιο της που ήτανε στην ξενιτιά. Και τον ανακούφιζε για λίγο.
Ω!! Αυτοί που φεύγουνε είναι καλύτερα! Κι ας μην ξέρουνε πως θα ήτανε αν μένανε! Θα τους βασανίζει πάντα το ερώτημα. Και κάποιοι δεν αντέχουν και γυρίζουν πίσω.
Όπως ο Σ1…
Αυτοί που φεύγουν κι αυτοί που μένουν…οι μοίρες μ’ απονιά πάντα τους δέρνουν.
Το θυμήθηκα. Το τραγούδι.
Υπατία