Η Υπατία σχολιάζει τους στίχους από ένα τραγούδι που της αρέσει ιδιαίτερα… “Δε χωρίζουν όμως έτσι οι ζωές… των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο” κι έχει σχέση με τις ανθρώπινες σχέσεις
Μέρες τώρα έχω κολλήσει σ’ αυτό το τραγούδι. Από τότε που έγραψες κάπου «χαλάνε ανθρώπινες σχέσεις» …που το πήρα βαρέως…σα να ήμουνα εγώ εκείνη η άστοχη τηλεφωνική εταιρεία που σε βασανίζει καιρό…σα να έφταιγα εγώ για όλες τις χαλασμένες ανθρώπινες σχέσεις του πλανήτη…σα να ήμουνα εγώ ο εναερίτης που σκαρφαλώνει και κόβει τα σύρματα κινητής και ακίνητης.
Το κακό με την κινητή (τηλεφωνία) είναι ότι είναι ακίνητη. Από τον καναπέ σου όλα. Χωρίς κόπο. Δεν περπατάς βλέπεις στα χιόνια χιλιόμετρα μέχρι να πας ένα γράμμα…δεν εκπαιδεύεις περιστέρια για να τα στείλεις στην αγαπημένη σου…δεν ανεβαίνεις στην πιο ψηλή κορφή του χωριού σου να ανάψεις φωτιές για να ειδοποιήσεις την απέναντι βιγλατορία ότι ο πόλεμος τέλειωσε…όλα εύκολα γίνανε. Καλό είναι τώρα αυτό;
Ένα πράγμα μόνο μ’ αρέσει με τα νέα ξεκούραστα εκ του καναπέως συστήματα επικοινωνίας σου. Ότι εξασκείς το γραπτό λόγο! Βλέπεις δεν ήμουνα ποτέ καλή στα προφορικά. Και ότι αγορεύεις! Αγορεύεις βρε παιδί μου! Πόσοι ανακαλύπτουν καθημερινώς ότι θα έπρεπε να είχαν ακολουθήσει καριέρα στο δικαστικό σώμα. Κι εγώ μη σου πω!
«Χαλάνε ανθρώπινες σχέσεις»…δεν ξέρω ποια λέξη με πείραξε περισσότερο. Το «χαλάνε» μάλλον…Θυμήθηκα πόσες έχω χαλάσει εγώ. Χωρίς να φταίει καμιά τηλεφωνία. Αρκεί να κοιτάξω στο Άουσβιτς που κρύβεται μέσα μου. Πόσες σχέσεις που γίνανε σαπούνια…ο καθένας έχει ένα τέτοιο Άουσβιτς μέσα του, μη με κρίνεις.
Σχέση στα μαθηματικά είναι οποιοδήποτε διατεταγμένο ζεύγος (x,y). Δε μας νοιάζει πως σχετίζονται. Αρκεί να σχετίζονται. Πιο απλά τα πράγματα εκεί. Γράφουμε xRy και τα x,y είναι υπερήφανα στη σχέση R (relation) εις το διηνεκές και εις το άπειρον…και τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει την αιωνιότητα της σχέσης τους.
Εκείνη…άναβε ένα λυχνάρι ψηλά στον πύργο της. Εκείνος… το έβλεπε, πέταγε μεμιάς τα ρούχα του, άλειφε το σώμα του με λάδι για να έχει καλύτερη πλευστότητα και ρίχνονταν στη θάλασσα για να πάει κοντά της. Εκείνη στη Σηστό…εκείνος στην Άβυδο. Τα δύο απέναντι παράλια του Ελλησπόντου. Τι ήταν μερικά ναυτικά μίλια μπροστά στην αγάπη τους; Τίποτα! Το λυχνάρι άναβε και σε μερικές ώρες εκείνος έλιωνε στην αγκαλιά της. Κρυφά κι ανομολόγητα…κι ύστερα πάλι έφευγε με τον ίδιο κοπιώδη τρόπο που είχε έρθει. Κολυμπώντας…
Του λυχναριού που απόσβησε…Η συμφωνία ήταν να βρεθούνε ξανά την επόμενη άνοιξη. Ήταν επικίνδυνο το πέρασμα το χειμώνα για τον αγαπημένο της! Μα για κάποιο λόγο το λυχνάρι βρέθηκε αναμμένο ξανά εκείνο το βράδυ που τα κύματα σηκώνονταν βουνά. Άγνωστο γιατί…
Ουδέν βοήν …ουδέν φουρτούνα…της είχε υποσχεθεί ότι θα φοβηθεί. Ήταν το ερωτικό της κάλεσμα! Και εκείνος βούτηξε αποφασιστικά στα κύματα για ένα ταξίδι ανεπίστροφο αυτή τη φορά.
Όταν το πρωί η Ηρώ είδε το άψυχο κουφάρι του Λέανδρου ψηλά από το παραθύρι της και κατάλαβε τι είχε συμβεί…ούτε δύο λεπτά δεν πρέπει να της πήρε να αποφασίσει. Έτρεξε στην πιο ψηλή κορυφή του πύργου της και έπεσε στα ανεμόδαρτα βράχια δίπλα στον αγαπημένο της. Έμειναν εκεί… σφιχταγκαλιασμένοι αιώνιοι εραστές που οι Θεοί για κάποιο ανεύσπλαγχνο λόγο γδικήθηκαν…με τη θάλασσα να τους σιγοτραγουδάει μοιρολόγια…και τίποτα πλέον να μην μπορεί να διαταράξει την αιωνιότητα της σχέσης τους…
Ηρώ και Λέανδρος…δεν ξέρω γιατί τους θυμήθηκα τώρα αυτούς.
Ναι, είναι λίγο πιο ασφαλές ο καναπές σου…μα δε θα γίνεις ποτέ Λέανδρος.
Υπατία