Ο Χαρίλαος μας εξηγεί με τον δικό του μοναδικό τρόπο τι συνέβη με τον Κορκονέα, και μένει με την απορία για τη λέξη “Απήγανος”
– Ζουζουνόκαμπος! Έχω πατουσώσει δεκάδες ζουζούνια και τελειωμό δεν έχουν. Θεωρητικά τα ζουζούνια είναι ότι το κομπολόι για τα δίποδα.
Να περνά η ώρα.
– Και οι δικαστές έχουν τον τρόπο τους με τον χρόνο, αναλόγως την περίπτωση, καθώς κατάλαβα.
Μέχρι να πεις κύμινο αποφυλακίστηκε ο Κορκονέας. Ο φονιάς, που κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με άμεσο δόλο, αλλά καθότι αμελής και αντιδεοντολογικός σκότωσε εν ψυχρώ ένα 15χρονο παιδί.
Τσακ – μπαμ βγήκε, να προλάβει να κάνει και κανένα μπάνιο.
– Οι γάτες δε νιώθουμε ντροπή. Όμως αυτή τη φορά ντράπηκα για λογαριασμό σας.
– Προηγουμένως είχαν μια συζήτηση εδώ για και ανέφεραν μια λέξη, να δεις πως την είπανε, μιλάνε γρήγορα και δεν τα πιάνω, όπως τα ζουζούνια… Μπιτσικάκης, Μισοτάκης, Μητσοκάτης, κάπως έτσι. Ξάφνου μια τεράστια ακρίδα έκανε την εμφάνισή της και αμέσως μετά ακόμα μια, που τη βούτηξε το τσουπωτό γατί.
Απ’ ό,τι κατάλαβα αυτός που ανέφεραν πρέπει να ήταν Φαραώ, γιατί όταν αναφέρεις τ’ όνομά του, αμέσως εμφανίζεται και μια πληγή.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο πάντως φώναξαν τρεις φορές, «Απήγανος!».
Μυστήρια πράγματα.
– Θυμήθηκα μια φορά που πήγα δώρο μια ακρίδα στην κόρης της κυρίας Στέλλας -με τον ωραίο καναπέ- δε χάρηκε καθόλου. Άρχισε να ουρλιάζει «Μαμάααααα!!!» κι έφυγε τρέχοντας.
Έτσι δεν της ξαναπήγα δώρο ακρίδα. Μόνο μουχρίτσες της πάω γιατί όταν τις βλέπει χαμογελάει και με χαϊδεύει.
Είμαι πολύ ευγενικός.
Πλένομαι απ’ τα χάδια της μόλις φύγει, όχι μπροστά της.
– Προηγουμένως που ήμουν ξαπλωμένος στον ωραίο καναπέ της κυρίας Στέλλας η κόρη της έβλεπε ένα βιντεάκι. Κι άρχισε να μυρίζει ξαφνικά πολύ άσχημα το σπίτι, μια μπόχα σαν χαλασμένη κονσέρβα «ψάρια του ωκεανού».
Τελικά δεν ήταν κονσέρβα, μητροπολίτης ήταν. Ένας συγκεκριμένος. Φρεσκότατος.
Άγιος άνθρωπος.
– Σαν κι εκείνους που επί χρόνια ένας βασανιστής-δολοφόνος φυλάκιζε, βασάνιζε και σκότωνε ζώα, αλλά κανένας δεν κατήγγειλε το γεγονός απ’ αυτούς που άκουγαν το κλάμα και τις φωνές τους. Κανείς δε νοιάστηκε.
Απλώς άλλαξαν παράθυρα για να μην ακούν. Μέχρι που βρέθηκε ένας, που δεν φοβήθηκε.
Ένας… μία…
«Ναι, αλλά για τις ακρίδες, δεν λέτε τίποτα»…
Αλλοίμονο…
Κοτλέ διαγωνίως
Χαρίλαος